- αραβολόγος
- οαυτός που επιδίδεται στην μελέτη του πολιτισμού και της γλώσσας των Αράβων.[ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ(-βος) + -λογος < λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γεώργιο Πανταζίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
Φλάισερ, Χάινριχ Λέμπερεχτ — (Fleischer, Σαντάου 1801 – Λιψία 1888). Γερμανός αραβολόγος. Μετά τις σπουδές του στο πλευρό του Ντε Σασί στο Παρίσι, διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λιψίας από το 1836, εισάγοντας στην αραβιστική γερμανική τη φιλολογική μέθοδο που… … Dictionary of Greek